κακοχρονιάζω

κακοχρονιάζω
[κακοχρονιά]
περνώ κακή χρονιά, περνώ άσχημα, δύσκολα τη χρονιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κακοχρονιάζω — κακοχρόνιασα, κακοχρονιασμένος, περνώ κακή χρονιά: Στη Γερμανία πέρασα δύο όμορφα χρόνια, αλλά στον τρίτο κακοχρόνιασα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοχρόνι(α)σμα — το το να καταριέται κάποιος τον άλλο να περάσει κακή χρονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακοχρονίζω ή κακοχρονιάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”